αμίδιο

αμίδιο
το χημ.
βλ. αμίδια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καρβαμίδιο — το χημ. συνών. τής ουρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. carbamide < carb (πρβλ. λατ. carbo «άνθραξ») + amide (πρβλ. αμίδιο)] …   Dictionary of Greek

  • κυανακεταμίδιο — το χημ. αμίδιο τού κυανοξικού οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια ως προς το α συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. cyanoacetamide < cyan(o) (< κύανος) + acetamide < acet < λατ. acet < λατ. acetum + amide < γαλλ.… …   Dictionary of Greek

  • κυαναμίδιο — το χημ. χημική ένωση, αμίδιο τού κυανικού οξέος, υγροσκοπικό κρυσταλλικό στερεό, πολύ ευδιάλυτο στο νερό, στην αιθυλική αλκοόλη και στον αιθέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια ως προς το α συνθετικό της, πρβλ. γαλλ.… …   Dictionary of Greek

  • νατριμίδιο — το χημ. αμίδιο τού νατρίου που είναι λευκό κρυσταλλικό στερεό με οσμή αμμωνίας και χρησιμοποιείται κυρίως στη βιομηχανία χρωμάτων και βαφών …   Dictionary of Greek

  • νικοτιναμίδιο — το (φαρμ.) αμίδιο τού νικοτινικού οξέος, που ανήκει στο σύμπλοκο τής βιταμίνης Β και τού οποίου η έλλειψη προκαλεί την πελλάγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nicotinamide < nicotine + amide] …   Dictionary of Greek

  • πολυαμίδιο — το, Ν συν. στον πληθ. τα πολυαμίδια χημ. οικογένεια πολυμερών που παρασκευάζονται συνήθως με πολυσυμπύκνωση ενός δικαρβονικού οξέος με μια διαμίνη ή κατά την πολυσυμπύκνωση ενός αμινοξέος και ενός διχλωριδίου οξέος με μια διαμίνη ή ως αποτέλεσμα… …   Dictionary of Greek

  • πυραζιναμίδιο — το, Ν χημ. κυκλική αζωτούχα οργανική ένωση, αμίδιο τού πυραζινοϊκού οξέος που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική για την καταπολέμηση τών βακίλλων τής φυματίωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pyrazinamide < pyrazine (βλ. πυραζίνη) + amide (< am moniac …   Dictionary of Greek

  • σουλφανιλαμίδη — η, Ν χημ. παλαιότερη ονομασία τού σουλφανιλαμιδίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sulfanilamide < sulfanil ic (βλ. λ. σουλφανιλικός) + amide «αμίδιο»] …   Dictionary of Greek

  • σουλφανιλαμίδιο — το, Ν (χημ. φαρμ.) αζωτούχα οργανική αρωματική ένωση, αμίδιο τού σουλφανιλικού οξέος, γνωστή παλαιότερα και ως σουλφανιλαμίδη, η πρώτη σουλφαμίδη τής οποίας αναγνωρίστηκε η αντιμικροβιακή δράση και που αποτελεί την πατρική ένωση από την οποία… …   Dictionary of Greek

  • τριακεταμίδιο — το, Ν χημ. τριτοταγές οξικό αμίδιο το οποίο λαμβάνεται με θέρμανση ακετονιτριλίου με οξικό ανυδρίτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”